THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

Ζαλισμένο καλοκαίρι (1)

Κύκλοι. Φαύλοι κύκλοι. Ζωές που καταλήγουνε στο χώμα, και ξανά ζωές. Εξέλιξη, κληροδοτήματα και ιστορία. Και ανάμεσα σε όλα αυτά ένας άλλος κόσμος που παραμένει πάντα φιλόξενος, ο κόσμος της λογοτεχνίας. Μέρος αυτού του κόσμου είναι και ο Οδυσσέας. Ψάχνει να βρεί τον εαυτό του μέσα από τα έργα του. Μικρά φιλοσοφικά διηγήματα που δεν καταλήγουν πουθενά. Μέχρι εκείνη τη μοιραία μέρα που τα διηγηματά του φαίνεται τελικά να αποκτούν τέλος.


Εκείνο το καλοκαίρι ήταν από τα πιο ζεστά. Ο κόσμος έβρισκε ανακούφιση μονάχα το βράδυ, όταν ο ήλιος την έκανε για να σβήσει μέσα στην δροσερή θάλασσα και τα ανεμοδαρμένα βουνά. Κάθε μεσημέρι τα τζιτζίκια στήνανε χορούς μέσα στα πυκνά κατακίτρινα χορτάρια, ενώ τα αυτοκίνητα απλά έλιωναν στα γκαράζ. Εκείνο το καλοκάιρι όμως επρόκειτο να συμβεί και κάτι άλλο. Κάτι σπάνιο και μαγικό. Τη 10η μέρα του Αυγούστου ένα σμήνος από αστέρια, οι Λυρίδες, θα ξεπηδούσε από τον αστερισμό της Λύρας με ταχύτητα μεγαλύτερη από 170.000 χιλιόμετρα την ώρα, και επρόκειτο να εισέρθει στην ατμόσφαιρα της Γης σαν μια βεντάλια πυροτεχνημάτων. Ένα εκπληκτικο φαινόμενο που συμβαίνει κάθε 40 χρόνια και είναι σχετικά άγνωστο για τον περισσότερο κόσμο.

Άγνωστο για τον περισσότερο κόσμο αλλά πολύ γνωστό για τον δεκαπεντάχρονο Οδυσσέα που περίμενε πώς και πώς για εκείνη την ημέρα. Ο Οδυσσέας ζούσε στη Λαμία μαζί με τον πατέρα του, τη μητέρα του και τη μεγάλη του αδερφή που τελείωνε το σχολείο. Ήταν ένα παιδί κλειστό και «αντικοινωνικό», όπως συνήθιζε να λέει ο καθηγητής του, ένας συμπαθητικός κοντούλης κύριος, που μόλις χτυπούσε το κουδούνι του σχολείου έβγαζε από το συρτάρι της έδρας ένα μικρό μπουκάλι με ντόπιο τσίπουρο και το έπινε κρυφά. Δεν υπήρχε κανένας όμως που να μην τον είχε καταλάβει. Ο Οδυσσέας απολάμβανε να τελειώνει το μάθημα και να τρέχει με το ποδήλατό του στους δρόμους της Λαμίας. Κι όταν κουραζόταν, έκανε μια στάση στο κοντινότερο παγκάκι, έβγαζε από το σάκο του έναν Τουέϊν ή έναν Χέμινγουεϊ και διάβαζε με τις ώρες. Καμιά φορά ξεχνιόταν και τον έπαιρνε νύχτα. Τότε μόνο η κυρα Δήμητρα έπαιρνε τον πλάστη για την πίτα και τον τάραζε στις ξυλιές. Ο πατέρας του ήταν κι αυτός ένας λιγομίλητος άνθρωπος, αλλά καλοσυνάτος. Έβγαζε το μεροκάματό του σαν πολυτεχνίτης. Χτίστης, πλακάς, ελαιοχρωματιστής, ξυλουργός. Τίποτα δεν άφηνε. Δούλευε σαν το σκυλί για να εξασφαλίσει όπως έλεγε το καλύτερο για τα παιδιά του. Η μορφή της οικογένειας όμως ήταν ο θείος του Οδυσσέα και αδερφός του πατέρα του, Θεόφιλος. Ο Θεόφιλος ήταν ανύπαντρος και είχε ένα δικό του βιβλιοπωλείο, σε έναν από τους λιγότερο διάσημους δρόμους της Λαμίας. ένα μικρό υπόγειο βιβλιοπωλείο, γεμάτο από πάνω μέχρι κάτω με παλιά σκονισμένα βιβλία και αρκετά φιλομαθή ποντίκια. Ακριβώς από πάνω είχε ένα μικρό δωματιάκι στο οποίο υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι και ένα παράθυρο. Το κρεβάτι ήταν μονίμως στρωμένο μιας που τον έπαιρνε ο ύπνος στο μικρό γραφείο που είχε στο βιβλιοπωλείο. Εκεί την έβγαζε από το πρωί μέχρι το επόμενο πρωϊ, με μικρές εξαιρέσεις τις μέρες που πήγαινε να φάει με την οικογένεια του αδερφού του. Τα βράδια κάθονταν στην παλιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα, έβαζε ένα ουίσκι κι ένα δίσκο στο παλιό πικάπ-του την έδιναν τα μοντέρνα κασετόφωνα-και αναπολούσε τα φοιτητικά του χρόνια στο δημοκρατικο Παρίσι. Έφυγε από τα δεκαοχτώ του για να εγκατασταθεί στη Γαλλική πρωτεύουσα και να σπουδάσει αυτό που πάντα ονειρευόταν, ιστορία της τέχνης. Βρήκε μια δουλίτσα σαν βοηθός φαρμακείου και τελείωσε τη σχολή του με άριστα. Δεν έμεινε όμως μόνο εκεί. Η περιέργειά του τον οδήγησε στην Αμερική, όπου και συνέχισε τις σπουδές του πάνω στη λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Γύρισε στην Ελλάδα στα σαράντα του, έχοντας γνωρίσει όλο τον κόσμο, κι όμως δεν του ανοίχτηκε, αλλά και ούτε ζήτησε να του ανοιχτεί, καμια πόρτα. Προτίμησε να ζήσει στο μικρό υπόγειο μαγαζάκι του, ίσως λίγο κουρασμένος από τα ταξίδια του αλλά σε καμία περίπτωση απογοητευμένος.

Ο Θεόφιλος αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού για τον Οδυσσεά που πάντα ονειρευόταν να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει πάνω από την όμορφη αλλά παρ’ολα αυτά ισοπεδωτική Λαμία. Καμιά φορά το ΄σκαγε από το σπίτι για να παέι να ακούσει το θείο του να του λέει ιστορίες των νεανικών του χρόνων. Για ταξίδια και εξωτικές καλλονές, για ανθρωπους και άγρια ζώα, για περίεργα μέρη κι εντυπωσιακές κατασκευές. Άλλες φορές το έσκαγε για να παέι να περιμένει να δεί στο μπαλκόνι της την όμορφη Ασπασία, μια τριαντάρα που του έκανε τα γλυκά μάτια και ήταν και φίλη της μάνας του. Καποιες βραδιές, όταν επικρατούσε παντού γύρω βαθύ σκοτάδι και μια νεκρική ησυχία, έλυνε τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της κι έβγαινε στο μπαλκόνι της ολόγυμνη, να πάρει αέρα. Ήξερε πως ο Οδυσσέας βρισκόταν απο κάτω όμως δεν την έννοιαζε. Συνέχιζε να τον κοιτά προκλητικά με τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια της και να γελά με ένα παμπόνηρο χαμόγελο.Τότε ήταν που ο Οδυσσέας κοκκίνιζε από τη ντροπή του και επέστρεφε σπίτι πιο γρήγορα κι από τον άνεμο.

Ήταν ένα βράδυ από αυτά, όταν ο Οδυσσέας γύρισε σπίτι του και αντίκρισε ίσως το χειρότερο θέαμα της ζωής του.

3 σχόλια:

Dimos είπε...

Καλό είναι. Μ'αρέσει. Δεν ξέρω πώς θα το εξελίξεις, αλλά με φαίνεται πώς εκεί στα βάθη αυτού του διηγήματος ελλοχεύει λίγο νουάρ... Για να δούμε τι θέαμα είδε ο μικρός Οδυσσέας. Ελπίζω να διαβάζεις κι εσύ την δικιά μου ιστορία και να την προτείνεις σε άλλους, όπως κάνω κι εγώ την δική σου. Την άρχισα λίγο πριν από εσένα.

Dimos είπε...

Απλά μια συμβουλή... κάνε λίγο πιο απλό τον λόγο σου. Γράφεις ωραία, απλά λίγο πομπωδώς σε κάποια σημεία. Π.χ. βάζεις σε κάποια σημεία υπερβολικά πολλά επίθετα αραδιασμένα το ένα πίσω από το άλλο ή χρησιμοποιείς πολύ τον υπερθετικό βαθμό. Κάν'το πιο προσιτό στον αναγνώστη... να νιώθει ότι βρίσκεται μέσα στην ιστορία. Άκου με και θα με θυμηθείς.

Dimos είπε...

Α, και ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιο σου... Τώρα το είδα. :) Βασικά είχα στο μυαλό μου να κάνω την ιστορία interactive, δηλαδή να δίνουν όλοι κάποιες ιδέες για την εξέλιξή της συμμετέχοντας στην πλοκή της. Έχω ένα γενικό σκελετό μέχρι και την τρίτη συνέχεια περίπου, αλλά όλες οι ιδέες είναι ευπρόσδεκτες! Ανυπομονώ και για τις δικές σου!